πωλοτρόφος

πωλοτρόφος
πωλοτρόφ-ος (parox.), ον,
A rearing young horses,

Θεσσαλίη AP9.21

.
2 generally, οἱ π. τῶν ἐλεφάντων their trainers, Ael.NA 16.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πωλοτρόφος — ον, Α 1. αυτός που εκτρέφει πώλους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πωλοτρόφος αυτός που εκτρέφει και εκγυμνάζει μικρά ζώα, ιδίως ελέφαντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + τρόφος (τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • πωλοτρόφους — πωλότροφος rearing young horses masc/fem acc pl πωλοτρόφος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλοτρόφε — πωλοτρόφος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλοτρόφοι — πωλοτρόφος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλοτροφία — ἡ, Α [πωλοτρόφος] η εκτροφή πώλων …   Dictionary of Greek

  • πωλοτροφικός — ή, όν, Α [πωλοτρόφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πωλοτροφία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πωλοτροφική η τέχνη τού να εκτρέφει κανείς πώλους και, γενικά, άλογα …   Dictionary of Greek

  • πωλοτροφώ — έω, Μ [πωλοτρόφος] εκτρέφω, μεγαλώνω πώλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”